- φερετρεύομαι
- φερετρεύομαι, [voice] Pass.,A to be carried on a φέρετρον, Plu.Marc.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερετρεύομαι — Α [φέρετρον] (για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό τού Φερετρίου Διός … Dictionary of Greek
φερετρευομένου — φερετρεύομαι to be carried on a pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)